- γυμνασίαις
- γυμνασίαright to usefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
APOLLONIUS Dyscolus — sub Antonino Pio vixit, ἱςτορίας ςθαυμασίας edidit, etiamnum superstites, et Meursii notis itidem illustratas. Δύσκολος autem propterea dictus est, ὅτι εν ταῖς γυμνασίαις δυσλύτους ἀπορίας ἔλεγεν, ut auctor est Anonymus in eius vita. Vide… … Hofmann J. Lexicon universale
κοπώ — κοπῶ, όω (ΑM) [κόπος] κουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.) μσν. ενεργώ, προσπαθώ … Dictionary of Greek